- οἰκέτης
- οἰκέτ-ης, ου, ὁA
, (οἶκος)
household slave,A.
Ch.737, Hdt.6.137, 7.170, Antipho 1.30, Th.2.4 ;δημόσιος οἰ. τῆς πόλεως Aeschin.1.54
.2 οἱ οἰκέται also, = οἰκετεία, household, A.Ag.732 (lyr.), Hdt.8.4, 106,142, S.Tr.908, X.Cyr.4.2.2 : hence opp. δοῦλοι, Pl.Lg.763a, 777a, 853e ;διαφέρειν φησὶ Χρύσιππος δοῦλον οἰκέτου, διὰ τὸ τοὺς ἀπελευθέρους μὲν δούλους ἔτι εἶναι, οἰκέτας δὲ τοὺς μὴ τῆς κτήσεως ἀφειμένους Stoic.3.86
: but freq. synon. with δοῦλος, Arist.Pol.1252b12, al., PLille 29.2 (iii B. C.), IG5(1).1390.77 (Andania, i B. C.) ;δοῦλος μεῖζον οἰκέτου φρονῶν Men. 796
.II as epith. of Apollo, ἱερέως . . Καρνείου Βοικέτα [Β = ϝ] IG5(1).497, cf. 589,608 ([place name] Sparta). (Cf. οἰκότης.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.